- ψηλαφήσω
- ψηλαφάωfeelaor subj act 1st sg (attic ionic)ψηλαφάωfeelfut ind act 1st sg (attic ionic)ψηλαφάωfeelaor ind mid 2nd sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισματέομαι — εἰσματέομαι (Α) χώνω το χέρι για να ψηλαφήσω κάτι … Dictionary of Greek